λεσβιακός

λεσβιακός
-ή, -ό (Α λεσβιακός, -ή, -όν) [Λέσβιος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή στους Λεσβίους (α. «λεσβιακή διάλεκτος» β. «λεσβιακός έρωτας»).
επίρρ...
λεσβιακώς
με τρόπο όμοιο με τον τρόπο τών Λεσβίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεσβιακός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη Λέσβο. 2. αυτός που έχει σχέση με το λεσβιασμό, τον έρωτα ανάμεσα σε γυναίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] …   Dictionary of Greek

  • λεσβιασμός — ο [λεσβιάζω] ο λεσβιακός έρωτας, η ομοφυλοφιλία ανάμεσα σε γυναίκες, τριβαδισμός …   Dictionary of Greek

  • ον- — ὀν (Α) (λεσβιακός, θεσσαλικός, αρκαδοκυπριακός τ.) βλ. ανα …   Dictionary of Greek

  • προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”